- βαθύκολπος
- βαθύκολποςwith dress falling in deep foldsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθύκολπος — (Α βαθύκολπος, ον) (για γυναίκα) 1. με φόρεμα που σχηματίζει βαθιές πτυχές 2. (για στήθη) πλούσια, μεγάλα 3. (για γη) που έχει μεγάλες κοιλάδες … Dictionary of Greek
βαθύκολπος — η, ο 1. αυτός που έχει βαθιούς κόλπους ή κοιλάδες. 2. (στη θάλασσα), ο τόπος που σχηματίζει βαθείς κόλπους μέσα στην ξηρά: Η βαθύκολπη παραλία ήταν απάνεμη. 3. βλ. βαθύζωνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύκολπον — βαθύκολπος with dress falling in deep folds masc/fem acc sg βαθύκολπος with dress falling in deep folds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκόλποις — βαθύκολπος with dress falling in deep folds masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκόλπου — βαθύκολπος with dress falling in deep folds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκόλπους — βαθύκολπος with dress falling in deep folds masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκόλπων — βαθύκολπος with dress falling in deep folds masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύκολποι — βαθύκολπος with dress falling in deep folds masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RECESSUS — apud Solinum, c. 7. Peleponneson Pelopi regnatam nomen indicio est. Ea. ut platanifolium, recessibus et prominentiis figurata, divortium facit inter Ionium et Aegaeum mare, quatuor non amplius etc. se κόλποι seu sinus, quos faciunt prominentiae,… … Hofmann J. Lexicon universale
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek